Όταν κατάλαβε ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε:
Amikor az öreg király, Szinétosz rádöbbent, hogy napjai meg vannak számlálva, hívatta a fiát, az ifjú Asztokhószt, és ezt mondta neki:
- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς.
- Eljött a játékok és szórakozások ideje, fiam. Itt az ideje, hogy megházasodj, és átvedd az állam irányítását. Én már megettem a kenyeremet. Te pedig igyekezz jó királyként uralkodni.
Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, το γιο του Συνετού Α', Βασιλιά των Μοιρολατρών.
És elküldte a főminiszterét a szomszédos királyságba, hogy feleségül kérje a gyönyörű Palávosz királylányt Asztokhós számára, Szinétosz I., a sorsimádók királyának fiához.
Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τους άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς.
Az esküvőt ünnepségek és mulatozások közepette tartották, és néhány nappal később, miután megáldotta gyermekeit, az öreg Szinétosz eltávozott, és Asztokhószt királlyá koronázták.
Όλα φαίνουνταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι.
Mindent csodálatosnak és irigylésre méltónak tűnt az új pár számára.
Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ' ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια.
Szinétosz kincsesládái tele voltak arannyal; erős katonákkal megerősített várak körülvették a királyságot; a fényes palota egy zöldellő hegyen magasodott, ahol a polgárok kényelmesen éltek; széles, jó minőségű utak kötötték össze a sorsimádók királyságát a környező királyságokkal.
Παντού χαρά και καλοπέραση.
Mindent öröm és jólét jellemezett.
Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα.
És bárhova is nézett az ifjú király a palotájának magas tornyából, látta a végtelenül szántott mezőket, a zöldellő völgyeket és erdőket, a tiszta, szép házakkal teli falvakat, a fákkal borított hegyeket és a zöldellő pusztákat.
Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες.
Számtalan tehén legelészett a bárányok és kecskék csordájával.
Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγελάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν.
És a parasztok, mint a hangyák, dolgoztak a földen, fejtették a teheneket, nyíratták a juhokat, és szállították a terményeket és gyümölcsöket a piacra, ahol eladták őket.
Πέρασαν χρόνια πολλά.
És sok év telt el.
Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασιλείου των Μοιρολατρών.
Az idő, mely Szinétosz haját fehérre és őszre változtatta, és Palavosz szépségét elhomályosította, megváltoztatta a sorsimádók királyságának egész küllemét is.
Παντού ερημιά. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνουνταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α'.
Mindent pusztaság borított. Végtelen puszták, kopár, műveltetlen területek húzódtak a királyság határáig, és csak néhány romos kő emlékeztetett a helyekre, ahol egykor Szinétosz I. félelmetes kastélyai büszkén és fenyegetően álltak.
Πού και πού, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στη μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Τ' αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τ' αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια.
Időnként egy romos régi ház tűnt fel az egyhangú pusztaságban. A gyomok és kövek borították a hegyeket, az utak elhagyottan vesztek el a sűrű bokrok szúrós ágai között.
Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου.
És a szél a kövek és sziklák között fütyörészve siratta a pusztuló földet.
Μόνο τα πυκνά δάση έμεναν στη θέση τους, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρον κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες, που χαίρουνταν ανενόχλητα τα μυρωδάτα αγριολούλουδα.
Csak a sűrű erdők maradtak a helyükön, elfeledve és műveltetlenül, rejtve a puszta lombkoronában a pillangókat, hangyákat és méheket, melyek zavartalanul élvezték az illatos vadvirágokat.
Πλήθος αγριοφραουλιές άνθιζαν και καρποφορούσαν αδελφικά με τις βατομουριές, και οι καρποί τους σάπιζαν κι έπεφταν στο χώμα άχρηστοι.
Számtalan vad gyümölcsliget virágzott és gyümölcsözött a bogyós bokrokkal együtt, és gyümölcseik rothadtak és a földre hulltak hasznavehetetlenül.
Τα μονοπάτια, που περνούσαν άλλοτε ανάμεσα στα δέντρα, είχαν σβήσει και αυτά από τον καιρό που είχε να τα πατήσει ανθρώπινο πόδι.
Az ösvények, melyek egykor a fák között kanyarogtak, szintén eltűntek az idő múlásával, mely elmosta az emberi lábnyomokat.
Και τα δέντρα και τα χαμόδεντρα τόσο είχαν ξεχάσει την ανθρώπινη μορφή, που όλα ταράχθηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρίχιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα,
És a fák és a bokrok annyira elfelejtették az emberi alakot, hogy mindannyian megrémültek, reszkettek, borzongtak, és félve motyogtak egymás között.
όταν μια μέρα είδαν ένα νέο αγόρι με βαθιά ονειροφορτωμένα καστανά μάτια, που περπατούσε κάτω από το φύλλωμα τους σταματώντας σε κάθε βήμα, για να κοιτάξει πότε ένα λουλούδι, πότε ένα ζωύφιο, με θαυμασμό κι έκπληξη, σα να τα έβλεπε πρώτη φορά.
Amikor egy napon egy mélyen álmodozó barna szemű fiatal fiút láttak, aki a lombkoronán keresztül sétált, minden lépésnél megállva, hogy csodálattal és meglepetéssel szemlélje az egyik virágot, aztán egy rovart, mintha először látná őket.
- Τι πράμα να είναι άραγε τούτο που διαβαίνει; ρώτησε φοβισμένος ένας σκοίνος, συμμαζεύοντας τα φυλλαράκια του από φόβο μην τον δει το αγόρι.
- Mi lehet ez, ami itt jár? - kérdezte félve egy fáklya, összeszedve a leveleket, nehogy a fiú meglássa őt.
- Ποιος το ξέρει! αποκρίθηκε το πεύκο. Ίσως κανένα άλλο είδος ελάφι;
- Ki tudja? - válaszolta a fenyő. - Talán egy másik fajta szarvas?
Μια λεύκα, που έστεκε εκεί κοντά, έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της να δει το διαβάτη.
Egy közeli nyárfa lehajtotta büszke fejét, hogy láthassa az újonnan érkezőt.
- Ελάφι; είπε μ' ένα ξεκάρδισμα που αναποδογύρισε όλα της τα φυλλαράκια, και μια στιγμή από πράσινη την έκανε ασημένια. Ονειρεύεσαι, παιδί μου! Μα το ελάφι έχει τέσσερα πόδια, και τούτο έχει μόνο δυο!
- Szarvas? - mondta nevetve, felszavarva minden levelét, és egy pillanatra zöldből ezüstté változtatta őket. - Álmodsz, gyermekem! De a szarvassnak négy lába van, ennek pedig csak kettő van!
- Μα λοιπόν τι ζώο είναι; ρώτησε ανήσυχα μια βατομουριά. Είναι άραγε κακό; Μη μου φάγει το καινούριο φόρεμα μου, και με βρει γυμνή το καλοκαίρι σαν έλθει;
- De akkor milyen állat ez? - kérdezte nyugtalanul egy bogyós bokor. - Veszélyes? Ne egye meg az új ruhámat, és ne találjon meztelenül a nyáron, amikor ideér?
- Μη ζαλίζεστε, παιδιά μου, είπε ο γερο-πλάτανος, δεν είναι ζώο αυτό και δεν τρώγει φύλλα.
- Ne izguljatok, gyermekeim - mondta az öreg platánfa. - Ez nem állat, és nem eszik a leveleket.
Είναι χρόνια πολλά που δεν πέρασε τέτοιο πράμα από δω.
Évek óta nem láttak itt ilyen lényt.
Μα θυμούμαι έναν καιρό, που το δάσος μας γέμιζε από όμοιους του.
De emlékszem egy időszakra, amikor az erdő tele volt a fajtája egy példányával.
Ήταν τα καλά εκείνα χρόνια, όταν μάζευαν οι άνθρωποι το μέλι της μέλισσας, και της φραουλιάς τη φράουλα, και τα βατόμουρα, και τα ώριμα κούμαρα.
Azok voltak a szép évek, amikor az emberek a méhek mézét gyűjtötték, a szamócát, az áfonyát és az érett fügegyümölcsöket.
- Τι; φώναξε η αγριοφραουλιά, μαζεμένη στα πόδια του πλάτανου.
- Mi? - kiáltotta a vad szamóca a platánfa lábánál.
Τι λές, παππού; Μην είναι άνθρωπος;
Mit mondasz, nagyapa? Nem ember ez?
- Βέβαια είναι άνθρωπος, αποκρίθηκε ο γερο-πλάτανος.
- Persze, hogy ember - válaszolta az öreg platánfa.
Και η λεύκα μουρμούρισε:
És a nyárfa így motyogott:
- Μα βέβαια, άνθρωπος είναι! Θυμούμαι να είδα τέτοιους στα νιάτα μου.
- Hát persze, ember ez! Emlékszem, amikor fiatal voltam, láttam ilyeneket.
Ο σκοίνος, περίεργος, άπλωσε τα κλαδιά του να τον δει από πιο κοντά.
A fáklya kíváncsian kinyújtotta ágait, hogy jobban megnézhesse.
- Άνθρωπος; είπε η ακατάδεκτη βαλανιδιά. Τι θέλει στο βασίλειο μας;
- Ember? - mondta a makacs fenyő. Mit akar a mi királyságunkban?
Και όλα μαζί τα δέντρα έσκυψαν να δουν τον «άνθρωπο» που διάβαινε.
És az összes fa lehajolt, hogy megnézze az elhaladó „embert”.
Ήταν λιγνό αγόρι ως δεκάξι χρονών. Τα χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα του, λιωμένα στους αγκωνές και στα γόνατα, είχαν μικρέψει και σχιστεί, και οι χρυσές κορδέλες που βαστούσαν τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια ήταν κατακομμένες και ξαναδεμένες με χοντροκοπιούς κόμπους.
Ez egy tizenhat éves sovány fiú volt. Az ő aranyhímzéses bársonyos ruhája könyökön és térden kopott és szakadt, és az arany szalagok, amik a cipőket a meztelen lábakhoz rögzítették, szétszakadtak és durva csomókkal lettek újra rögzítve.
Ξαπλώθηκε στη ρίζα του γερο-πλάτανου, είδε κοντά του τη φραουλιά φορτωμένη κατακόκκινες φράουλες, τις έκοψε και τις έφαγε. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του αποκάτω από το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.
Leült az öreg platánfa gyökerénél, megnézte a közelében lévő szamócát, ami vörös szamócákkal volt tele, leszedte őket és megette. Aztán a kezeit a feje alá hajtotta és elaludt.
Κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τα ψιθυρίσματα των δέντρων, ούτε το μουρμούρισμα του ρυακιού που έτρεχε πέρα, ούτε το σφύριγμα του κότσυφα που, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, διηγούνταν στα δέντρα ένα σωρό παράξενες ιστορίες.
Olyan mélyen aludt, hogy nem hallotta a fák suttogását, a mellettük folyó patak morajlását, vagy a fakarajkás madár füttyét, aki egyik ágból a másikba ugrálva sok furcsa történetet mesélt a fáknak.
- Ο γιος του Βασιλιά! αναφώνησε ο γερο-πλάτανος. Πώς να το πιστέψω, βλέποντας τα γυμνά του πόδια και τα λιωμένα του ρούχα;
- A király fia! - kiáltotta az öreg platánfa. Hogy hihetem ezt el, látva a meztelen lábait és a kopott ruháit?
- Να το πιστέψεις! αποκρίθηκε ο κότσυφας. Άκουσε με μένα, που πάγω κι έρχομαι στα παράθυρα του παλατιού και βλέπω τι γίνεται μέσα.
- Hidd el! - válaszolta a fakarajkás madár. Hallgass rám, aki a palota ablakai között járkálok és látom, mi történik odabent.
- Μα γιατί δεν αλλάζει ρούχα; ρώτησε το πεύκο σκανδαλισμένο.
- De miért nem vált ruhát? - kérdezte a megdöbbent fenyő.
- Γιατί δεν έχει άλλα, αποκρίθηκε ο κότσυφας.
- Mert nincs más ruhája - válaszolta a fakarajkás madár.
- Πώς! Ο γιος του Βασιλιά; αναφώνησε το θυμάρι, προσφέροντας τ' ανθισμένα του λουλουδάκια στη μέλισσα που βούιζε, γυρεύοντας μέρος ν' ακουμπήσει για να ρουφήξει το μέλι τους.
- Hogy lehet ez? A király fia? - kiáltotta a rozmaring, virágait kínálva a méhnek, ami körülrepülve helyet keresett, hogy a nektárt szívja.
- Μα τι θαρρείς; σφύριξε ο κότσυφας. Μήπως νομίζεις πως ο
- Hogy gondolod ezt? - fütyült a fakarajkás madár. Azt hiszed, hogy ő...
Βασιλιάς έχει τίποτα περισσότερο από τον τσοπάνη ή το βαρκάρη;
... többet ér, mint a pásztor vagy a hajós?
- Λες παράξενα πράματα! μουρμούρισε ο σκοίνος που δεν πείθουνταν.
- Furcsa dolgokat mondasz! - mormolta a hitetlen fésű.
- Πίστεψε τον όμως, είπε η μέλισσα, φτερουγίζοντας γύρω του, αλήθεια σου λέγει. Ο Βασιλιάς φορεί και αυτός τέτοια ρούχα. Μ' αν δεις τις Βασιλοπούλες, τότε θα φρίξεις!
- De higgy neki! - mondta a méh, körülrepesztve. Igazat mond. A király is ilyen ruhákat visel. De ha meglátod a királyi lányokat, akkor majd megdöbbensz!
- Γιατί; ρώτησε η φραουλιά.
- Miért? - kérdezte a szamóca.
Ο κότσυφας πήδηξε κοντά της και ψιθύρισε:
A fakarajkás madár mellé ugrott, és suttogott:
- Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο!
- Mert a ruháik alatt nincs is ing!
Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια χωρίς να προσέξει πως βρίσκουνταν κοντά στο αυτί του αγοριού.
És elkezdett nevetni, észre sem véve, hogy a fiú füle mellett van.
Ξύπνησε το Βασιλόπουλο και τινάχτηκε ξαφνισμένο.
A királyfia felébredt, és megrémülten ugrott fel.
Τρόμαξε ο κότσυφας και πέταξε μακριά, και η μέλισσα κρύφθηκε ανάμεσα στα φύλλα του σκοίνου, ενώ τα δέντρα σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους κι έκαναν τον ανήξερο, τάχα πως δεν παρατήρησαν τίποτα.
A fakarajkás madár megrémült, és elrepült, a méh pedig elrejtőzött a fésű levelei között, míg a fák magasra emelték a fejüket, és úgy tettek, mintha semmit sem vennének észre.
Είχε βραδιάσει. Σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και πήρε πάλι το δρόμο του. Βγήκε από το δάσος, πέρασε τον κατάξερο κάμπο, και τραβώντας κατά το παλάτι, με γοργά βήματα ανέβηκε στο βουνό, σκαρφαλώνοντας ανάμεσα στους βράχους και στα χώματα σαν κατσίκι.
Este volt. A királyfi felkelt, és újra útra kelt. Kijött az erdőből, áthaladt a kiszáradt pusztán, és a palotához vezető úton gyors léptekkel mászta fel a hegyet, a sziklák és a föld között kanyarodva, akár egy kecske.

A'. Το Δασος