Book cover

CREDITI

Παραμύθι χωρίς όνομα

Book cover

Read by Rapunzelina for LibriVox in 2013.

A'. Το Δασος

Όταν κατάλαβε ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε:

Quando il vecchio re Saggio capì che i suoi giorni erano contati, chiamò suo figlio, il giovane Incauto, e gli disse:

- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς.

- I giochi e i divertimenti sono finiti, figlio mio. È giunto il momento di sposarti e di assumere il governo dello Stato. Io ho fatto la mia parte. Tu cerca di governare come un buon re.

Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, το γιο του Συνετού Α', Βασιλιά των Μοιρολατρών.

E mandò il suo cancelliere nel regno vicino per chiedere la bella principessa Palava in sposa per Incauto, figlio di Saggio I, re dei Fatalisti.

Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τους άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς.

Il matrimonio si svolse con festeggiamenti e divertimenti, e pochi giorni dopo, dopo aver benedetto i suoi figli, il vecchio Saggio lasciò questo mondo, e Incauto fu incoronato re.

Όλα φαίνουνταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι.

Tutto sembrava roseo e invidiabile per la nuova coppia.

Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ' ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια.

I forzieri del vecchio Saggio traboccavano di ricchezze; castelli robusti e pieni di soldati circondavano il regno; il palazzo splendido, costruito in cima a una montagna rigogliosa, dominava il paese in cui i cittadini vivevano in tranquillità; strade ampie e ben tenute collegavano il regno dei Fatalisti con tutti i regni vicini.

Παντού χαρά και καλοπέραση.

Ovunque c'era gioia e benessere.

Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα.

E ovunque il giovane re guardava, dall'alto della sua alta torre, vedeva campi infiniti seminati, valli e burroni rigogliosi, paesi e villaggi con graziosi cottage, montagne coperte di foreste e prati verdeggianti.

Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες.

Innumerevoli mucche pascolavano insieme a greggi di pecore e capre.

Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγελάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν.

E i contadini lavoravano la terra come formiche, mungendo le mucche, tosando le pecore e trasportando i raccolti e i frutti nel paese, dove li vendevano.

Πέρασαν χρόνια πολλά.

Passarono molti anni.

Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασιλείου των Μοιρολατρών.

Il tempo, che imbiancò e invecchiò i capelli di Incauto e invecchiò la bellezza di Palavosa, cambiò anche l'aspetto dell'intero regno dei Fatalisti.

Παντού ερημιά. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνουνταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α'.

Ovunque c'era desolazione. Pianure infinite, nude, incolte, si estendevano fino ai confini del regno, e solo alcune pietre in rovina testimoniavano ancora i luoghi in cui un tempo sorgevano, fieri e minacciosi, i terribili castelli di Saggio I°.

Πού και πού, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στη μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Τ' αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τ' αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια.

Di tanto in tanto, qualche vecchio edificio in rovina si distingueva nella monotonia della desolata pianura. L'erba selvatica e le pietre ricoprivano le colline, le strade, abbandonate, si perdevano sotto le spine che si estendevano liberamente dai loro fitti rami.

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου.

E soffiando tra le pietre e le rocce, il vento lamentava la rovina del luogo.

Μόνο τα πυκνά δάση έμεναν στη θέση τους, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρον κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες, που χαίρουνταν ανενόχλητα τα μυρωδάτα αγριολούλουδα.

Solo le fitte foreste rimanevano al loro posto, dimenticate e incolte, nascondendo sotto il loro fogliame un intero mondo di farfalle, scimmie e api, che si rallegravano indisturbate dei profumati fiori selvatici.

Πλήθος αγριοφραουλιές άνθιζαν και καρποφορούσαν αδελφικά με τις βατομουριές, και οι καρποί τους σάπιζαν κι έπεφταν στο χώμα άχρηστοι.

Un gran numero di fragole selvatiche fiorivano e producevano frutti insieme alle more, e i loro frutti marcivano e cadevano a terra inutili.

Τα μονοπάτια, που περνούσαν άλλοτε ανάμεσα στα δέντρα, είχαν σβήσει και αυτά από τον καιρό που είχε να τα πατήσει ανθρώπινο πόδι.

I sentieri, che un tempo passavano tra gli alberi, erano stati cancellati anche dal tempo che era passato da quando un essere umano li aveva calpestati.

Και τα δέντρα και τα χαμόδεντρα τόσο είχαν ξεχάσει την ανθρώπινη μορφή, που όλα ταράχθηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρίχιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα,

E gli alberi e i cespugli avevano dimenticato così tanto la forma umana, che tutti si agitarono, e si spaventarono, e si raggelarono, e si scossero, e mormorarono spaventati l'uno all'altro.

όταν μια μέρα είδαν ένα νέο αγόρι με βαθιά ονειροφορτωμένα καστανά μάτια, που περπατούσε κάτω από το φύλλωμα τους σταματώντας σε κάθε βήμα, για να κοιτάξει πότε ένα λουλούδι, πότε ένα ζωύφιο, με θαυμασμό κι έκπληξη, σα να τα έβλεπε πρώτη φορά.

Quando un giorno videro un giovane ragazzo con profondi occhi castani sognanti, che camminava sotto il loro fogliame fermandosi ad ogni passo per osservare prima un fiore, poi un insetto, con ammirazione e stupore, come se li vedesse per la prima volta.

- Τι πράμα να είναι άραγε τούτο που διαβαίνει; ρώτησε φοβισμένος ένας σκοίνος, συμμαζεύοντας τα φυλλαράκια του από φόβο μην τον δει το αγόρι.

- Che cosa potrebbe essere questo che passa?, chiese spaventato un ramo, raccogliendo i suoi foglietti per paura che il ragazzo lo vedesse.

- Ποιος το ξέρει! αποκρίθηκε το πεύκο. Ίσως κανένα άλλο είδος ελάφι;

- Chi lo sa! rispose il pino. Forse un altro tipo di cervo?

Μια λεύκα, που έστεκε εκεί κοντά, έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της να δει το διαβάτη.

Una quercia, che stava lì vicino, chinò il suo orgoglioso capo per vedere il passante.

- Ελάφι; είπε μ' ένα ξεκάρδισμα που αναποδογύρισε όλα της τα φυλλαράκια, και μια στιγμή από πράσινη την έκανε ασημένια. Ονειρεύεσαι, παιδί μου! Μα το ελάφι έχει τέσσερα πόδια, και τούτο έχει μόνο δυο!

- Un cervo? disse con una risata che capovolse tutti i suoi foglietti, e per un istante la trasformò da verde ad argento. Stai sognando, bambino! Ma un cervo ha quattro zampe, e questo ne ha solo due!

- Μα λοιπόν τι ζώο είναι; ρώτησε ανήσυχα μια βατομουριά. Είναι άραγε κακό; Μη μου φάγει το καινούριο φόρεμα μου, και με βρει γυμνή το καλοκαίρι σαν έλθει;

- Ma allora che animale è? chiese inquieta una morella. È pericoloso? Non mangerà il mio nuovo vestito, e mi lascerà nuda in estate quando arriverà?

- Μη ζαλίζεστε, παιδιά μου, είπε ο γερο-πλάτανος, δεν είναι ζώο αυτό και δεν τρώγει φύλλα.

- Non preoccupatevi, bambini miei, disse il vecchio platano. Questo non è un animale e non mangia le foglie.

Είναι χρόνια πολλά που δεν πέρασε τέτοιο πράμα από δω.

Sono passati molti anni da quando una cosa del genere non è passata da qui.

Μα θυμούμαι έναν καιρό, που το δάσος μας γέμιζε από όμοιους του.

Ma ricordo un tempo in cui il nostro bosco era pieno di simili creature.

Ήταν τα καλά εκείνα χρόνια, όταν μάζευαν οι άνθρωποι το μέλι της μέλισσας, και της φραουλιάς τη φράουλα, και τα βατόμουρα, και τα ώριμα κούμαρα.

Erano quegli anni meravigliosi, quando gli uomini raccoglievano il miele delle api, e le fragole delle fragole, e i mirtilli, e le uve mature.

- Τι; φώναξε η αγριοφραουλιά, μαζεμένη στα πόδια του πλάτανου.

- Cosa? urlò la fragola selvatica, raggomitolata ai piedi del platano.

Τι λές, παππού; Μην είναι άνθρωπος;

Che dici, nonno? Non è un uomo?

- Βέβαια είναι άνθρωπος, αποκρίθηκε ο γερο-πλάτανος.

- Certo che è un uomo, rispose il vecchio platano.

Και η λεύκα μουρμούρισε:

E la quercia mormorò:

- Μα βέβαια, άνθρωπος είναι! Θυμούμαι να είδα τέτοιους στα νιάτα μου.

- Ma certo, è un uomo! Ricordo di averne visti simili nella mia giovinezza.

Ο σκοίνος, περίεργος, άπλωσε τα κλαδιά του να τον δει από πιο κοντά.

Il faggio, curioso, allungò i suoi rami per vederlo più da vicino.

- Άνθρωπος; είπε η ακατάδεκτη βαλανιδιά. Τι θέλει στο βασίλειο μας;

- Un uomo? disse l'inospitale quercia. Cosa vuole nel nostro regno?

Και όλα μαζί τα δέντρα έσκυψαν να δουν τον «άνθρωπο» που διάβαινε.

E tutti gli alberi insieme si chinarono per vedere l'"uomo" che passava.

Ήταν λιγνό αγόρι ως δεκάξι χρονών. Τα χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα του, λιωμένα στους αγκωνές και στα γόνατα, είχαν μικρέψει και σχιστεί, και οι χρυσές κορδέλες που βαστούσαν τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια ήταν κατακομμένες και ξαναδεμένες με χοντροκοπιούς κόμπους.

Era un ragazzo magro di sedici anni. I suoi vestiti di velluto ricamato d'oro, logori alle ginocchia e alle spalle, si erano accorciati e lacerati, e i nastri d'oro che tenevano le scarpe ai suoi piedi nudi erano rovinati e rattoppati con grossolani nodi.

Ξαπλώθηκε στη ρίζα του γερο-πλάτανου, είδε κοντά του τη φραουλιά φορτωμένη κατακόκκινες φράουλες, τις έκοψε και τις έφαγε. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του αποκάτω από το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.

Si sdraiò alla radice del vecchio platano, vide accanto a sé la fragola carica di fragole rosse, le raccolse e le mangiò. Poi incrociò le braccia sotto la testa e si addormentò.

Κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τα ψιθυρίσματα των δέντρων, ούτε το μουρμούρισμα του ρυακιού που έτρεχε πέρα, ούτε το σφύριγμα του κότσυφα που, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, διηγούνταν στα δέντρα ένα σωρό παράξενες ιστορίες.

Dormì così profondamente da non sentire i sussurri degli alberi, né il mormorio del ruscello che scorreva lì vicino, né il fischio del corvo che, saltando da un ramo all'altro, raccontava agli alberi un sacco di storie strane.

- Ο γιος του Βασιλιά! αναφώνησε ο γερο-πλάτανος. Πώς να το πιστέψω, βλέποντας τα γυμνά του πόδια και τα λιωμένα του ρούχα;

- Il figlio del Re! esclamò il vecchio platano. Come posso crederci, vedendo i suoi piedi nudi e i suoi vestiti logori?

- Να το πιστέψεις! αποκρίθηκε ο κότσυφας. Άκουσε με μένα, που πάγω κι έρχομαι στα παράθυρα του παλατιού και βλέπω τι γίνεται μέσα.

- Credilo! rispose il corvo. Ascoltami, io vado e torno alle finestre del palazzo e vedo cosa succede all'interno.

- Μα γιατί δεν αλλάζει ρούχα; ρώτησε το πεύκο σκανδαλισμένο.

- Ma perché non si cambia i vestiti? chiese lo scoiattolo, scandalizzato.

- Γιατί δεν έχει άλλα, αποκρίθηκε ο κότσυφας.

- Perché non ne ha altri, rispose il corvo.

- Πώς! Ο γιος του Βασιλιά; αναφώνησε το θυμάρι, προσφέροντας τ' ανθισμένα του λουλουδάκια στη μέλισσα που βούιζε, γυρεύοντας μέρος ν' ακουμπήσει για να ρουφήξει το μέλι τους.

- Come! Il figlio del Re? esclamò la salvia, offrendo i suoi fiori profumati all'ape che ronzava, cercando un posto dove posarsi per succhiare il loro miele.

- Μα τι θαρρείς; σφύριξε ο κότσυφας. Μήπως νομίζεις πως ο

- Ma cosa credi? fischiò il corvo. Pensi forse che il figlio del Re...?

Βασιλιάς έχει τίποτα περισσότερο από τον τσοπάνη ή το βαρκάρη;

Il re ha qualcosa di più del pastore o del barcaiolo?

- Λες παράξενα πράματα! μουρμούρισε ο σκοίνος που δεν πείθουνταν.

- Dici cose strane! mormorò il tronco, che non si lasciò convincere.

- Πίστεψε τον όμως, είπε η μέλισσα, φτερουγίζοντας γύρω του, αλήθεια σου λέγει. Ο Βασιλιάς φορεί και αυτός τέτοια ρούχα. Μ' αν δεις τις Βασιλοπούλες, τότε θα φρίξεις!

- Credilo però, disse l'ape, svolazzando intorno a lui, è vero. Anche il Re indossa vestiti del genere. Ma se vedi le Principesse, allora rimarrai sbalordito!

- Γιατί; ρώτησε η φραουλιά.

- Perché? chiese la fragola.

Ο κότσυφας πήδηξε κοντά της και ψιθύρισε:

Il corvo saltò vicino a lei e sussurrò:

- Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο!

- Perché sotto i loro vestiti non hanno nemmeno una camicia!

Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια χωρίς να προσέξει πως βρίσκουνταν κοντά στο αυτί του αγοριού.

E scoppiò a ridere, senza accorgersi che si trovava vicino all'orecchio del ragazzo.

Ξύπνησε το Βασιλόπουλο και τινάχτηκε ξαφνισμένο.

Il figlio del Re si svegliò e si alzò allarmato.

Τρόμαξε ο κότσυφας και πέταξε μακριά, και η μέλισσα κρύφθηκε ανάμεσα στα φύλλα του σκοίνου, ενώ τα δέντρα σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους κι έκαναν τον ανήξερο, τάχα πως δεν παρατήρησαν τίποτα.

Il corvo si spaventò e volò via, e l'ape si nascose tra le foglie del tronco, mentre gli alberi alzavano la testa e facevano finta di non aver notato nulla.

Είχε βραδιάσει. Σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και πήρε πάλι το δρόμο του. Βγήκε από το δάσος, πέρασε τον κατάξερο κάμπο, και τραβώντας κατά το παλάτι, με γοργά βήματα ανέβηκε στο βουνό, σκαρφαλώνοντας ανάμεσα στους βράχους και στα χώματα σαν κατσίκι.

Era già sera. Il figlio del Re si alzò e riprese il suo cammino. Uscì dal bosco, attraversò la campagna arida e, dirigendosi verso il palazzo, salì rapidamente sulla montagna, arrampicandosi tra le rocce e il terreno come una capra.

Book cover

A'. Το Δασος

1.0×

SEMPRE ATTIVO

Installa DiscoVox

Fai clic sull'icona di installazione nella barra degli indirizzi a destra, poi conferma.

Installa l'app

Unisciti su Discord